- Σάρρα
- η1. γυναίκα του Αβραάμ.2. κύρ. όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάρρα — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του πατριάρχη των Εβραίων Αβραάμ και αδελφή του Λωτ. Γέννησε σε γεροντική ηλικία τον Ισαάκ, σύμφωνα με την παράδοση κατά θεϊκή παραχώρηση. Πέθανε, πάντοτε κατά την παράδοση σε ηλικία 127 χρονών και θάφτηκε στη σπηλιά … Dictionary of Greek
Критика ислама — Критика ислама выявление противоречий, выявление ошибок и их разбор (анализ), обсуждение чего либо с целью дать оценку исламу. Критика ислама возникла уже во время начала деятельности Мухаммада сначала со стороны мекканских язычников … Википедия
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
χαιρετίζω — ΝΜΑ, και χαιρετώ, άω, Ν απευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ) 2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
Σιμάρ, Πέτρος Κάρολος — (Simart). Γάλλος γλύπτης (1806 1857). Φιλοτέχνησε τα ανάγλυφα της πρόσοψης του Δημαρχείου του Παρισιού με θέμα την «Αρχιτεκτονική» και τη «Γλυπτική» (1840) καθώς και τα κολοσσιαία αγάλματα της «Δικαιοσύνης» και της «Αφθονίας» (1840). Επίσης τα… … Dictionary of Greek
Σάρα — η βλ. Σάρρα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
SARAH — (Sarai; Heb. שָׂרַי ,שָׂרָה), the first of the four matriarchs; wife of abraham . Sarah is first mentioned in Genesis 11:29. Exceptionally, her genealogy is not given. According to Genesis 20:12, Sarah was Abraham s half sister, the daughter of… … Encyclopedia of Judaism